περιπλέκω

περιπλέκω
(αόρ. περιέπλεξα) μετ.
1) усложнять, осложнять; 2) впутывать, запутывать; 3) ставить преграды, чинить препятствия (чему-л.); затруднять (что-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιπλέκω" в других словарях:

  • περιπλέκω — twine pres subj act 1st sg περιπλέκω twine pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέκω — περιπλέκω, περιέπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπεπλεγμένα — περιπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc pl περιπεπλεγμένᾱ , περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc/acc dual περιπεπλεγμένᾱ , περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέκεσθε — περιπλέκω twine pres imperat mp 2nd pl περιπλέκω twine pres ind mp 2nd pl περιπλέκω twine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέκῃ — περιπλέκω twine pres subj mp 2nd sg περιπλέκω twine pres ind mp 2nd sg περιπλέκω twine pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπλεγμέναι — περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc pl περιπεπλεγμένᾱͅ , περιπλέκω twine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπλεγμένον — περιπλέκω twine perf part mp masc acc sg περιπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλακέντα — περιπλέκω twine aor part pass neut nom/voc/acc pl περιπλέκω twine aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλακέντων — περιπλέκω twine aor part pass masc/neut gen pl περιπλέκω twine aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»